Για τα τελευταία επιδημιολογικά στοιχεία και δεδομένα με τον κορωνοϊό, τις συγκεκριμένες προτάσεις που έχουν γίνει για μια αυτόνομη υπηρεσία που θα συνεπικουρεί στην όλη προσπάθεια των υγειονομικών αρχών της Κρήτης και για την εξέλιξη της πανδημίας, μίλησε στην εκπομπή “Πρώτη ματιά στην ενημέρωση” και το Νίκο Σγουρό ο Καθηγητής Γενικής Ιατρικής του Πανεπιστήμιου Κρήτης Χρήστος Λιονής.
Όπως τόνισε όλο αυτό “είναι μια μεγάλη δοκιμασία για τον Τόπο μας, από έναν τον κόσμο βεβαιότητας όπου ψευδεπίγραφα ζούσαμε, αυτός γίνεται αβεβαιότητας.
Όπως πολλοί έβγαιναν από το Μεσαίωνα και έλεγαν τις θεωρίες τους, έτσι γίνεται και τώρα, και όπως σε όλες τις παγκόσμιες κρίσεις πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και ιδιαίτερα όταν διαβάζουμε τους αριθμούς. Η μεταβολή αυτή τη στιγμή του αριθμού κρουσμάτων οφείλεται στην αλλαγή του αριθμού των προσώπων που υποβάλλονται σε διαγνωστική δοκιμασία – γίνεται σήμερα αυστηρότερη επιλογή, επιλέγονται πρόσωπα που εξετάζονται, άρα έκταση και αριθμός των διαγνωστικών δοκιμασιών είναι μικρότερος άρα αναμένεται μικρότερος ο αριθμός σε σχέση με τις πρώτες μέρες”.
“Δεν πρέπει κανείς να θεωρεί ότι μόνο τα 385 άτομα είναι τα μοναδικά πρόσωπα – και είναι καλό να λέμε πρόσωπα και όχι κρούσματα – που έχουν προσβληθεί. Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί ακόμη και από την ασυμπτωματική φάση, άρα ο αριθμός των προσώπων που έχουν προσβληθεί είναι σαφέστατα μεγαλύτερος.
Ο έλεγχος των 4.500 ατόμων που έχει πει ο κ. Τσιόδρας, δεν έχει γίνει με την γνωστή επιδημιολογική προσέγγιση για να μπορεί να ξέρει κανείς πού πηγαίνει η Ελλάδα. Γίνεται μια προσπάθεια, εμείς ως Πανεπιστήμιο Κρήτης έχουμε στείλει την πρότασή μας στο υπουργείο για την ανάπτυξη μιας βάσης δεδομένων με χωροχρονικά μοντέλα και GIS συστήματα που θα μπορούν να κάνουν καλύτερες και ακριβέστερες προγνώσεις και εκτιμήσεις για το μέγεθος της προσβολής και εκτιμήσεις ανά Περιφέρεια.
Πρέπει να χρησιμοποιηθεί οτιδήποτε υπάρχει στην Ελλάδα και εκτός, από ανθρώπινο δυναμικό και Πανεπιστήμια. Έχουν κατατεθεί προτάσεις στο υπουργείο Υγείας και αυτό σκέφτεται σοβαρά να δει τη συμμετοχή τέτοιων ομάδων.
Όπως τόνισε “είμαστε στην αρχή της εξάπλωσης, αλλά κανένας δεν ξέρει πόσο βαθιά μέσα στην κοινότητα έχει εισχωρήσει.
Η Πολιτεία και το υπουργείο έλαβαν μέτρα νωρίτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ερώτημα εάν αυτά θα αποδώσουν και σε ποιο βαθμό. Πιστεύω μέσα στις επόμενες 10-15 μέρες θα υπάρχει μια ανάγνωση αυτών των μέτρων, είναι πολύ δύσκολο όμως αυτή τη στιγμή λόγω της ελλείψεως των δεδομένων να πούμε σε ποιο επίπεδο έξαρσης της πανδημίας είμαστε, σαφέστατα δεν είμαστε στην κορυφή. Έχουμε μια πανδημία που δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει”.
“Πρέπει να σταματήσουμε συνέχεια να διαβάζουμε δεδομένα γιατί δημιουργούν πανικό”.
Αναφέρθηκε επίσης αναλυτικά στις διαφορές κρυολογήματος και αλλεργιών από τον κορωνοϊό.
“Κάτω υπό συζήτηση στη χώρα μας, είναι να κάνει κάποιος ένα γρήγορο τεστ με μία σταγόνα αίματος που αν ανιχνευθεί θετικό σου λέει σίγουρα ότι είναι λοίμωξη από τον κορωνοϊό, αλλά δεν μπορεί να είναι 100% βέβαιο όταν αυτό βγει αρνητικό. Αυτό το τεστ και η δυνατότητα εφαρμογής του σε άτομα που θα επισκέπτεται ο προσωπικός γιατρός ή κάποια ομάδα στο σπίτι, είναι, όπως γνωρίζω, υπό συζήτηση από το υπουργείο Υγείας”.
Όπως τόνισε, η Ιατρική σχολή από τα τέλη του Φεβρουαρίου είχε προτείνει “να αναπτυχθεί μια υπηρεσία που θα βασίζεται σε γιατρούς κατά προτίμηση εθελοντές, που υπό το συντονισμό της 7ης ΥΠΕ θα αναλάμβαναν μέσα από μια αυτοδύναμη τηλεφωνική γραμμή την φροντίδα των ανθρώπων που είναι ανήμποροι να φτάσουν στο Νοσοκομείο και επιθυμούν να εξεταστούν στο σπίτι. Θα αναλάμβανε να τους εξετάσει, να κάνει τη διαγνωστική δοκιμασία και να έχει μια καλύτερη εικόνα και θα τους παρακολουθούσε”.
Έστειλε και το ‘μήνυμα’ ότι θα πρέπει όλοι μας “να προστατεύσουμε τους υγειονομικούς, γιατρούς, νοσηλευτές, όλους τους επαγγελματίες στα Νοσοκομεία. Κάθε μέρα ακούμε για γιατρό ή νοσηλευτή που προσβλήθηκε και κλείνεται σε καραντίνα. Και αυτή τη στιγμή οι επαγγελματίες στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας δεν έχουν την απαραίτητη προστασία, υπάρχουν περιοχές που μπορεί να μην υπάρχει ούτε μάσκα”.
“Το να πηγαίνουν πρόσωπα χωρίς επείγουσα ανάγκη στο Νοσοκομείο δημιουργεί μεγάλο βάρος και πίεση. Το μεγάλο ζήτημα είναι ότι η τηλεφωνική γραμμή στον ΕΟΔΥ δεν απαντά γιατί είναι φορτωμένη ενώ και ο προσωπικός γιατρός δεν πηγαίνει πάντα, ξέρω αρκετούς προσωπικούς γιατρούς που έχουν κλείσει το ιατρείο τους ή δεν σηκώνουν το τηλέφωνο. Πρέπει να υπάρχει μια ‘ασπίδα’ για να στηριχθεί το σύστημα υγείας, το πόσα άτομα θα βρεθούν είναι ένα μεγάλο ερώτημα”.
Οι προτάσεις που έχουμε κάνει είναι απαραίτητο να συζητηθούν ειδικά σε μια περίοδο που θα έχουμε μεγάλο αριθμό που θα παραπέμπονται για σοβαρούς λόγους στα Νοσοκομεία”.
Ακούστε εδώ όλη την ενδιαφέρουσα συζήτηση:
Όπως τόνισε όλο αυτό “είναι μια μεγάλη δοκιμασία για τον Τόπο μας, από έναν τον κόσμο βεβαιότητας όπου ψευδεπίγραφα ζούσαμε, αυτός γίνεται αβεβαιότητας.
Όπως πολλοί έβγαιναν από το Μεσαίωνα και έλεγαν τις θεωρίες τους, έτσι γίνεται και τώρα, και όπως σε όλες τις παγκόσμιες κρίσεις πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και ιδιαίτερα όταν διαβάζουμε τους αριθμούς. Η μεταβολή αυτή τη στιγμή του αριθμού κρουσμάτων οφείλεται στην αλλαγή του αριθμού των προσώπων που υποβάλλονται σε διαγνωστική δοκιμασία – γίνεται σήμερα αυστηρότερη επιλογή, επιλέγονται πρόσωπα που εξετάζονται, άρα έκταση και αριθμός των διαγνωστικών δοκιμασιών είναι μικρότερος άρα αναμένεται μικρότερος ο αριθμός σε σχέση με τις πρώτες μέρες”.
“Δεν πρέπει κανείς να θεωρεί ότι μόνο τα 385 άτομα είναι τα μοναδικά πρόσωπα – και είναι καλό να λέμε πρόσωπα και όχι κρούσματα – που έχουν προσβληθεί. Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί ακόμη και από την ασυμπτωματική φάση, άρα ο αριθμός των προσώπων που έχουν προσβληθεί είναι σαφέστατα μεγαλύτερος.
Ο έλεγχος των 4.500 ατόμων που έχει πει ο κ. Τσιόδρας, δεν έχει γίνει με την γνωστή επιδημιολογική προσέγγιση για να μπορεί να ξέρει κανείς πού πηγαίνει η Ελλάδα. Γίνεται μια προσπάθεια, εμείς ως Πανεπιστήμιο Κρήτης έχουμε στείλει την πρότασή μας στο υπουργείο για την ανάπτυξη μιας βάσης δεδομένων με χωροχρονικά μοντέλα και GIS συστήματα που θα μπορούν να κάνουν καλύτερες και ακριβέστερες προγνώσεις και εκτιμήσεις για το μέγεθος της προσβολής και εκτιμήσεις ανά Περιφέρεια.
Πρέπει να χρησιμοποιηθεί οτιδήποτε υπάρχει στην Ελλάδα και εκτός, από ανθρώπινο δυναμικό και Πανεπιστήμια. Έχουν κατατεθεί προτάσεις στο υπουργείο Υγείας και αυτό σκέφτεται σοβαρά να δει τη συμμετοχή τέτοιων ομάδων.
Όπως τόνισε “είμαστε στην αρχή της εξάπλωσης, αλλά κανένας δεν ξέρει πόσο βαθιά μέσα στην κοινότητα έχει εισχωρήσει.
Η Πολιτεία και το υπουργείο έλαβαν μέτρα νωρίτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ερώτημα εάν αυτά θα αποδώσουν και σε ποιο βαθμό. Πιστεύω μέσα στις επόμενες 10-15 μέρες θα υπάρχει μια ανάγνωση αυτών των μέτρων, είναι πολύ δύσκολο όμως αυτή τη στιγμή λόγω της ελλείψεως των δεδομένων να πούμε σε ποιο επίπεδο έξαρσης της πανδημίας είμαστε, σαφέστατα δεν είμαστε στην κορυφή. Έχουμε μια πανδημία που δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει”.
“Πρέπει να σταματήσουμε συνέχεια να διαβάζουμε δεδομένα γιατί δημιουργούν πανικό”.
Αναφέρθηκε επίσης αναλυτικά στις διαφορές κρυολογήματος και αλλεργιών από τον κορωνοϊό.
“Κάτω υπό συζήτηση στη χώρα μας, είναι να κάνει κάποιος ένα γρήγορο τεστ με μία σταγόνα αίματος που αν ανιχνευθεί θετικό σου λέει σίγουρα ότι είναι λοίμωξη από τον κορωνοϊό, αλλά δεν μπορεί να είναι 100% βέβαιο όταν αυτό βγει αρνητικό. Αυτό το τεστ και η δυνατότητα εφαρμογής του σε άτομα που θα επισκέπτεται ο προσωπικός γιατρός ή κάποια ομάδα στο σπίτι, είναι, όπως γνωρίζω, υπό συζήτηση από το υπουργείο Υγείας”.
Όπως τόνισε, η Ιατρική σχολή από τα τέλη του Φεβρουαρίου είχε προτείνει “να αναπτυχθεί μια υπηρεσία που θα βασίζεται σε γιατρούς κατά προτίμηση εθελοντές, που υπό το συντονισμό της 7ης ΥΠΕ θα αναλάμβαναν μέσα από μια αυτοδύναμη τηλεφωνική γραμμή την φροντίδα των ανθρώπων που είναι ανήμποροι να φτάσουν στο Νοσοκομείο και επιθυμούν να εξεταστούν στο σπίτι. Θα αναλάμβανε να τους εξετάσει, να κάνει τη διαγνωστική δοκιμασία και να έχει μια καλύτερη εικόνα και θα τους παρακολουθούσε”.
Έστειλε και το ‘μήνυμα’ ότι θα πρέπει όλοι μας “να προστατεύσουμε τους υγειονομικούς, γιατρούς, νοσηλευτές, όλους τους επαγγελματίες στα Νοσοκομεία. Κάθε μέρα ακούμε για γιατρό ή νοσηλευτή που προσβλήθηκε και κλείνεται σε καραντίνα. Και αυτή τη στιγμή οι επαγγελματίες στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας δεν έχουν την απαραίτητη προστασία, υπάρχουν περιοχές που μπορεί να μην υπάρχει ούτε μάσκα”.
“Το να πηγαίνουν πρόσωπα χωρίς επείγουσα ανάγκη στο Νοσοκομείο δημιουργεί μεγάλο βάρος και πίεση. Το μεγάλο ζήτημα είναι ότι η τηλεφωνική γραμμή στον ΕΟΔΥ δεν απαντά γιατί είναι φορτωμένη ενώ και ο προσωπικός γιατρός δεν πηγαίνει πάντα, ξέρω αρκετούς προσωπικούς γιατρούς που έχουν κλείσει το ιατρείο τους ή δεν σηκώνουν το τηλέφωνο. Πρέπει να υπάρχει μια ‘ασπίδα’ για να στηριχθεί το σύστημα υγείας, το πόσα άτομα θα βρεθούν είναι ένα μεγάλο ερώτημα”.
Οι προτάσεις που έχουμε κάνει είναι απαραίτητο να συζητηθούν ειδικά σε μια περίοδο που θα έχουμε μεγάλο αριθμό που θα παραπέμπονται για σοβαρούς λόγους στα Νοσοκομεία”.
Ακούστε εδώ όλη την ενδιαφέρουσα συζήτηση: